- επιστορέννυμι
- ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α)1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» — έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.)2. σαμαρώνω(«κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.